- κεντρίσκος
- (Centriscus). Γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κεντρισκιδών. Περιλαμβάνει ψάρια που έχουν μικρό και ωοειδές σώμα, πεπιεσμένο πλευρικά, μήκους μέχρι 15 εκ. και μακρύ και λεπτό ρύγχος σαν ράμφος πουλιού, το οποίο απολήγει, όμως, σε μικρή χοάνη σαν σάλπιγγα. Έχει χρυσοκόκκινο ή ασημοκόκκινο χρώμα.
Το είδος κ. ο σκολόπαξ φτάνει σε μήκος τα 15 εκ. και είναι πολύ συνηθισμένο στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες, όπου είναι γνωστό και με τις κοινές ονομασίες τρομπέταμπεκάτσα, που προήλθαν από το σχήμα του ρύγχους του. Άλλο χαρακτηριστικό είδος του γένους είναι ο κ. ο λεπτός, που φτάνει μόλις τα 7 εκ.
* * *ο (Α κεντρίσκος)γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας τών κεντρικιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουραν-ίσκος, παιδ-ίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].
Dictionary of Greek. 2013.